- λευκοτέρᾳ
- λευκοτέρᾱͅ , λευκόςlightfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκοτέρα — λευκοτέρᾱ , λευκός light fem nom/voc/acc comp dual λευκοτέρᾱ , λευκός light fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότερα — λευκός light neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοτέρας — λευκοτέρᾱς , λευκός light fem acc comp pl λευκοτέρᾱς , λευκός light fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοτέραν — λευκοτέρᾱν , λευκός light fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότερ' — λευκότερα , λευκός light neut nom/voc/acc comp pl λευκότερε , λευκός light masc voc comp sg λευκότεραι , λευκός light fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оскрилъ — ОСКРИЛ|Ъ (1*), А с. Вид верхней одежды: И начѧшѧ искладати. срачицѣ и свиты цс҃рьскы˫а. и оскрилы [в др. сп. брачны˫а и вм. брачины] красьны и различьны видѣниѥмь. (λευκοερα, в др. сп. λευκότερα!) Изб 1076, 272 об. Ср. окрилъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ξυλώδης — ες (ΑΜ ξυλώδης, ῶδες) [ξύλον] αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα 2.φρ. «ξυλώδες φυτό» το φυτό που έχει… … Dictionary of Greek